- ἐπεισέχεε
- ἐπί , εἰσ-χάωimperf ind act 3rd sg (epic ionic)ἐπί-εἰσχέωpour inimperf ind act 3rd sg (epic ionic)ἐπί-εἰσχέωpour inaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεισχέω — ἐπεισχέω (Α) 1. χύνω κάτι κάπου επί πλέον («ἀθρόον φῶς εἰς τὸν νοῡν ἐπεισέχεε», Φίλ.) 2. παθ. ἐπεισχέομαι (για πλήθος) μπαίνω με ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισχέω «χύνω μέσα»] … Dictionary of Greek